χηλεύω

χηλεύω
Α [χηλή]
1. πλέκω, κατασκευάζω δίχτυ
2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλεύει
ῥάπτει, πλέκει»
3. φρ. «κεχήλευμαι πόδας» — μού έχουν ράψει τα δύο πόδια μαζί (Τραγ. Αδέσπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χηλεύει — χηλεύω net pres ind mp 2nd sg χηλεύω net pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηλεύσεις — χηλεύω net aor subj act 2nd sg (epic) χηλεύω net fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχήλευμαι — χηλεύω net perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηλεύειν — χηλεύω net pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήλευσις — ηλεύσεως, ἡ, Α [χηλεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χηλεύω, πλέξη, πλέξιμο, ιδίως διχτιών 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλεύσεις πλέξεις» …   Dictionary of Greek

  • χήλευμα — τὸ, Α [χηλεύω] 1. σχοινί, νήμα 2. εργαλείο για το πλέξιμο διχτιών 3. (κατά τον Ησύχ.) «χηλεύματα γὰρ ἐλέγοντο οἷον ὀπήτια, οἷς πλέκουσιν ἤ ῥάπτουσιν» …   Dictionary of Greek

  • χηλευτής — ὁ, Α [χηλεύω] 1. αυτός που πλέκει, πλέκτης 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλευτής ὁ ῥάπτης» …   Dictionary of Greek

  • χηλευτός — ή, όν, Α [χηλεύω] πλεγμένος, πλεκτός («κράνεα χηλευτά», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”